- ὑπορυκτικός
- ὑπορυκ-τικός, ή, όν,A of or for mining, Ph.Bel.97.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπορυκτικός — ή, όν, Α [ὑπορύσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόρυξη … Dictionary of Greek
ὑπορυκτικῶν — ὑπορυκτικός of fem gen pl ὑπορυκτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)